- προσρητός
- προσρητός, ή, όν, ([etym.] προσερῶ)A accosted, belonging to salutations, Poll. 5.137 (v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσρητός — ή, όν, Α [προσλέγω] (για χρόνο) αυτός κατά τη διάρκεια τού οποίου γίνονται οι προσρήσεις … Dictionary of Greek
προσρητικός — ή, όν, Α [προσρητός] αυτός που γίνεται με πρόσρηση, με προσαγόρευση, με χαιρετισμό … Dictionary of Greek